- αείσκωψ
- ἀείσκωψ (-ωπος), ο (Α)είδος νυχτοκόρακα ή κουκουβάγιας (λατ. Strix aluco). Η ονομασία του προήλθε, κατά τον Αριστοτέλη, από το γεγονός ότι δεν αποδημεί ποτέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σκώψ (= είδος κουκουβάγιας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀεισκῶπες — ἀείσκωψ owl masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεισκώπων — ἀείσκωψ owl masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀείσκωπας — ἀείσκωψ owl masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀείσκωπες — ἀείσκωψ owl masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek